Monday, 27 November 2017

Η φώκια της Γιαλούσας στο ακρωτήριο πλακωτή (Αχαιών Ακτή) - Του Γιώργου Κωνσταντίνου - Εφημερίδα πολίτης 8/10/2017


http://politis.com.cy/article/ida-ti-fokia-tis-gialousas-na-me-kitazi---pics--vid


Κατέρρευσε η φυσική αψίδα (γέφυρα) στην σπηλιά της φώκιας

Κείμενο φωτογραφίες Γιώργος Κωνσταντίνου

Το Ακρωτήριο Πλακωτή βρίσκετε στην περιοχή Καρπασίας και συγκεκριμένα βόρεια της ενορίας της Αγίας Τριάδας Γιαλούσας.
Ονομάζετε επίσης και Αχαιών Ακτή διότι σύμφωνα με την παράδοση στην ακτή αυτή αποβιβάστηκαν οι πρώτοι Έλληνες (Αχαιοί) κάτοικοι της Κύπρου αμέσως μετά τη λήξη του Τρωικού Πολέμου.
Στο Ακρωτήριο Πλακωτή βρίσκονται οι παλαιές ερειπωμένες πετρόκτιστες αποθήκες χαρουπιών,  οι αποθήκες του Λιμιώνα, του πρώτου ψαρολίμανου της Γιαλούσας. Ένα αριστούργημα αρχιτεκτονικής της εποχής εκείνης που ευτυχώς τώρα οι τούρκοι τις ανακαινίζουν με ευρωπαϊκό κοντύλι.  
Περίπου εκατό μέτρα από τις αποθήκες υπάρχουν 2 βαθιές σπηλιές που οι ντόπιοι πριν την τουρκική εισβολή ονόμαζαν οι σπηλιές της φώκας,  προφανώς επειδή εκεί γεννούσαν οι φώκιες.
Ακριβώς στην είσοδο των σπηλιών υπήρχε για χιλιάδες χρόνια και ήταν το σήμα κατατεθέν της περιοχής ένα πανέμορφο μνημείο της φύσης , μια φυσική αψίδα (γέφυρα) που δυστυχώς δεν υπάρχει πλέον καθώς πριν μερικούς μήνες έχει καταρρεύσει ολοσχερώς,  προφανώς από φυσικά αίτια.
Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό καθώς είδα την φώκια το 2010 έξω από την εν λόγο σπηλιά, αλλά δεν είχα καταφέρει να βγάλω φωτογραφίες. Από τότε πήγα άλλες 50 φορές και δυστυχώς δεν την βρήκα.
Φυσικά δεν ήταν η ίδια φώκια που έβλεπαν προπολεμικά αλλά όπως φαίνεται η συγκεκριμένη σπηλιά προσφέρει ένα τέλειο χώρο αναπαραγωγής των ζώων αυτών.
Επιτέλους. Σε μια επίσκεψη μου στην σπηλιά στις 5/11/2016, σταμάτησα το αυτοκίνητο και με μεγάλη έκπληξη είδα την φώκια στα 50 μέτρα μακριά να με κοιτάζει. Ήταν ένα πανέμορφο ενήλικο θηλυκό.
Οι φωτογραφικές μηχανές πήραν φωτιά, η χαρά απερίγραπτη που κατάφερα επιτέλους να βγάλω τις πρώτες μου φωτογραφίες και βίντεο αυτού του υπέροχου και σπανιότατου ζώου.
Μας έκανε παρέα για κανένα τρίωρο. Ήταν εκεί και δεν έφευγε αν και στην περιοχή είχε αρκετό κόσμο αλλά δεν φαινόταν να ενοχλείτε ιδιαίτερα. Φύγαμε και την αφήσαμε να είναι ακόμα εκεί.
Έχω πάει αρκετές φορές ακόμα μέχρι σήμερα αλλά η φώκια είναι άφαντη και όπως φαίνεται δεν θα την ξαναδούμε, καθώς κοντά στην σπηλιά άρχισαν την ανέγερση ξενοδοχείου, και για άγνωστο λόγο έχουν μεταφέρει κοντά στην σπηλιά χιλιάδες τόνους ογκόλιθους και χώματα για άγνωστο λόγο, καταστρέφοντάς το πανέμορφο τοπίο της περιοχής.
Η μη προστασία της περιοχής της φώκιας έχει απασχολήσει και τον τουρκοκυπριακό τύπο χρησιμοποιώντας δικές μου φωτογραφίες. 
Επίσης έχω ακούσει ότι την εποχή εμφάνισης της φώκιας, που είναι κατά την αναπαραγωγική της περίοδο, ότι οι τούρκοι έστηναν επιχειρήσεις παίρνοντας με βάρκες τους τουρίστες επι πληρωμή για να δουν την φώκια προκαλώντας τεράστια ενόχληση στα ζώα.
Η μεσογειακή φώκια (Monachus monachus) είναι το Υπ’ αριθμόν 1 απειλούμενο θαλάσσιο θηλαστικό της Ευρώπης και του πλανήτη, και πιστεύεται ότι αποτελεί το σπανιότερο είδος φώκιας στον κόσμο.
Είναι αρκετά σπάνιο να δεις μια φώκια στις κυπριακές θάλασσες, αν και τα τελευταία 2 χρόνια ευτυχώς οι αναφορές από ανθρώπους που είδαν φώκια γίνονται όλο και πιο συχνά, κυρίως στην Λεμεσό και στην Καρπασία.   
Επίσης υπάρχουν αξιόπιστες πληροφορίες ότι αναπαράγοντες στην Κύπρο σε απομονωμένες σπηλιές.
Η μεσογειακή φώκια μοναχός ανήκει στην οικογένεια  των φωκιδών (Phocidae) και από μελέτες που έγιναν το 2016, εκτιμάται ότι λιγότερα από 700 άτομα επιβιώνουν σε τρεις ή τέσσερις μεμονωμένους υποπληθυσμούς στην περιοχή της Μεσογείου (ιδιαίτερα στο Αιγαίο), στο αρχιπέλαγος της Μαδέρας αλλά και την περιοχή Cabo Blanco στον βορειοανατολικό Ατλαντικό Ωκεανό.
Ο μισός περίπου πληθυσμός, γύρω στα 300 άτομα, ζει στην Ελλάδα.
Πολύ πιθανόν να ονομάστηκε φώκια μοναχός επειδή ζει σε απομονωμένα μέρη η λόγο της εμφάνισης της, το μαύρο χρώμα, και οι δίπλες του δέρματος της που σχηματίζονται κοντά στον λαιμό ίσως θυμίζουν τις πτυχές από την κουκούλα και το ράσο των μοναχών.
Το μήκος τους φτάνει μέχρι τρία μέτρα ενώ τα  θηλυκά να είναι πάντα μικρότερα από τα αρσενικά. Ζουν μέχρι και 45 χρόνια, και η σεξουαλική ωριμότητα ξεκινά στον 5ο χρόνο.
Έχει παρατηρηθεί πώς ένα ενήλικο αρσενικό ζευγαρώνει με περισσότερα από ένα θηλυκά.
 Στην Ελλάδα και Κύπρο  η αναπαραγωγική περίοδος ξεκινάει από τον Αύγουστο μέχρι και τον Δεκέμβριο, γεννούν κάθε 2 χρόνια μετά από κύηση 10 μηνών συνήθως ένα μικρό και σπανιότερα δύο.
Γεννούν  πάντα σε απομονωμένες σπηλιές με έξοδο προς την θάλασσα, αν και από παλιές αναφορές έως και τον 18ο αιώνα φαίνεται πως γεννούσαν στις ανοιχτές αμμουδιές.
Η κρίσιμη μείωση του αριθμού τους οφείλετε στο ανελέητο κυνήγι που γινόταν τους προηγούμενους αιώνες από τους ανθρώπους, την έλλειψη απομονωμένων περιοχών για να μπορέσουν να αναπαραχθούν και την παράνομη θανάτωση τους από ψαράδες, επειδή τους προκαλούν τεράστιές ζημιές στα δίκτια και παραγάδια, καθώς οι φώκιες προσπαθούν  να φάνε τα ψάρια που πιάνονται πάνω.
Πρόσφατο θλιβερό παράδειγμα είναι η θανάτωση με κυνηγετικό όπλο της γνωστής φώκιας που οι κάτοικοι της Σάμου αποκαλούσαν «Αργυρώ».

Η φώκια ήταν η μασκότ της Σάμου, και δυστυχώς ήταν εξοικειωμένη με τους ανθρώπους, και καθόταν στις ξαπλώστρες στις παραλίες.














Etruscan shrew (Suncus etruscus), also known as the Etruscan pygmy shrew or the white-toothed pygmy shrew - Νανομυγαλή - Cyprus


The Etruscan shrew (Suncus etruscus), also known as the Etruscan pygmy shrew or the white-toothed pygmy shrew is the smallest known mammal by mass, weighing only about 1.8 grams (0.063 oz) on average (The bumblebee bat is regarded as the smallest mammal by skull size and body length).

The Etruscan shrew has a body length of about 4 centimetres (1.6 in) excluding the tail. It is characterized by very rapid movements and a fast metabolism, eating about 1.5–2 times its own body weight per day. It feeds on various small vertebrates and invertebrates, mostly insects, and can hunt individuals of the same size as itself. These shrews prefer warm and damp climates and are widely distributed in the belt between 10° and 30°N latitude stretching from Europe and North Africa up to Malaysia. They are also found in the Maltese islands, situated in the middle of the Mediterranean sea.Although widespread and not threatened overall, they are generally uncommon and are endangered in some countries.

The Etruscan shrew has a slender (not truncated) body, with a length between 3 and 5.2 cm (1.2 and 2.0 in) excluding the tail, which adds another 2.4 to 3.2 cm (0.94 to 1.26 in). The body mass varies between 1.3 g (0.046 oz) and 2.5 g (0.088 oz) and is usually about 1.8 g (0.063 oz). In comparison, the related Greater White-toothed Shrew can be twice as long and weighs four to five times more. The head is relatively large, with a long, mobile proboscis, and the hind limbs are relatively small. The ears are relatively large and protuberant. The Etruscan shrew has a very fast heart beating rate, up to 1511 beats/min (25 beats/s) and a relatively large heart muscle mass, 1.2% of body weight. The fur color on the back and sides is pale brown, but is light gray on the stomach. The fur becomes denser and thicker from fall through the winter. The shrew usually has 30 teeth, but the 4th upper intermediate tooth is very small (rudimentary), and is absent in some individuals. Near the mouth grow a dense array of short whiskers, which the shrew actively uses to search for prey, especially in the night. Dimorphism in body features between males and females is absent

Etruscan shrews live alone, except during mating periods. Their lifespan is estimated at typically around two years, but with a large uncertainty. They protect their territories by making chirping noises and signs of aggressiveness. They tend to groom themselves constantly when not eating, and are always moving when awake and not hiding. The hiding periods are short, and typically last less than half an hour. Clicking sounds are heard when these shrews are moving, which cease when they rest. The shrews are more active during the night when they make long trips; during the day, they stay near the nest or in a hiding place. They reach their maximum level of activity at dawn.

The movements of the Etruscan shrew are rapid, with a rate of about 780 min−1 (13 s−1). In cold seasons and during shortages of food, the shrews lower their body temperatures down to about 12 °C (54 °F) and enter a state of temporary hibernation to reduce energy consumption. Recovery from this state is accompanied by shivering with the frequency of about 3500 min−1 (58 s−1). This induces heating, with the rate up to 0.83 °C/min, which is among the highest values recorded in mammals; the heart rate increases exponentially with time from 100 to 800–1200 beats/min, and the respiratory rate rises linearly from 50 to 600–800 beats/min.

Etruscan shrews mate primarily from March to October, though they can be pregnant at any time of the year. Pairs usually form in the spring and may tolerate each other and their young for some time at the nest. The gestation period is 27–28 days, and they have 2–6 cubs per litter. Cubs are born naked and blind, weighing only 0.2 g (0.0071 oz). After their eyes open at 14 to 16 days old, they mature quickly. The mother usually moves the young when they are 9 to 10 days old and if disturbed leads them by caravanning them to a new location. The young Etruscan shrews are weaned at 20 days old. By three to four weeks of age, the young are independent and are soon sexually mature.

The Etruscan shrew inhabits a belt extending between 10° and 40°N latitude across Eurasia. In Southern Europe, it has been found in Albania, Bosnia and Herzegovina, Bulgaria, Croatia, Cyprus, France, Macedonia, Malta, Montenegro, Greece, Italy, Portugal, Slovenia, Spain, and Turkey, with unconfirmed reports in Andorra, Gibraltar and Monaco; it has been introduced by humans to some European islands, such as Canary Islands.

The shrew also occurs in North Africa (Algeria, Egypt, Libya, Morocco, Tunisia) and around Arabian Peninsula (Bahrain, Israel, Jordan, Lebanon, Oman, Syria, and Yemen including Socotra). In Asia, it was observed in Afghanistan, Azerbaijan, Bhutan, China (Gengma County only), Burma, Georgia, India, Iran, Iraq, Kazakhstan, Laos, Malaysia (Malaysian part of Borneo island), Nepal, Pakistan, Philippines, Sri Lanka, Tajikistan, Thailand, Turkey, Turkmenistan and Vietnam. There are unconfirmed reports of the Etruscan shrew in West and East Africa (Guinea, Nigeria, Ethiopia) and in Armenia, Brunei, Indonesia, Kuwait and Uzbekistan.

Overall the species is widespread and not threatened, but its density is generally lower than of the other shrews living in the area. In some regions it is rare, especially in Azerbaijan, Georgia (included into the Red Book), Jordan and Kazakhstan (Red Book)

The Etruscan shrew favors warm and damp habitats covered with shrubs, which it uses to hide from predators. Areas where open terrain such as grasslands and scrub meet deciduous forests are usually inhabited. It can be found at sea level but is usually confined to the foothills and lower belts of mountain ranges, though has been found up to 3,000 m (9,800 ft) above sea level. It colonizes riparian thickets along the banks of lakes and rivers, as well as human-cultivated areas (abandoned gardens, orchards, vineyards, olive groves and edges of fields). The shrew, however, avoids intensively cultivated areas, as well as dense forests and sand dunes. It is poorly adapted to digging burrows, so arranges its nests in various natural shelters, crevices and others' uninhabited burrows. They frequent rocks, boulders, stone walls and ruins, darting quickly in and out between them

Because of its high ratio of surface area to body volume, the Etruscan shrew has an extremely fast metabolism and must eat 1.5–2.0 times its body weight in food per day. It feeds mostly on various invertebrates, including insects, larvae and earthworms, as well as the young of amphibians, lizards and rodents, and can hunt prey of nearly the same body size as itself. It prefers species with a soft, thin exoskeleton, so it avoids ants when given a choice. Grasshoppers, where common, are often regular prey. It kills large prey by a bite to the head and eats it immediately, but takes small insects back to its nest. When hunting, the Etruscan shrew mostly relies on its sense of touch rather than vision, and may even run into its food at night

The largest threat to Etruscan shrews originates from human activities, particularly destruction of their nesting grounds and habitats as a result of farming. Etruscan shrews are also sensitive to weather changes, such as cold winters and dry periods. Major predators are birds of prey, especially owls
From https://en.wikipedia.org/wiki/Etruscan_shrew

Photos by George Konstantinou.